τέρπω

τέρπω
ΝΜΑ
παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ.
γ. «τί τ' ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. (στους επικ. συγγραφείς συν. μέσ. και παθ.) τέρπομαι
α) (με γεν. πράγματος) απολαμβάνω κάτι με πληρότητα, τό χορταίνω («φιλότητος ἐταρπήτην», Ομ. Οδ.)
β) (με δοτ. οργανική) παρέχω τέρψη στον ευατό μου, ευφραίνομαι, ευαρεστούμαι («τὸν δ' εὗρον φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείῃ», Ομ. Ιλ.)
γ) (με μτχ.) ευχαριστιέμαι με κάτι («τέρπεται τιμώμενος», Ευρ.)
2. φρ. α) «πῑνε καὶ τέρπου» — πίνε και διασκέδαζε, γλέντα (Ηρόδ.)
β) «τέρπομαι γόου» — χορταίνω κλάματα (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τέρπω, -ομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *terp- /*trep- «χορταίνω, ευχαριστιέμαι» και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. tarpati «ευχαριστιέμαι, τέρπομαι» και το λιθουαν. tārpti «ευτυχώ». Η Αρχαία Ινδική, ωστόσο, είχε αρχαιότερους ενεστωτικούς τ., σχηματισμένους από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας, tŕpyati, trmpati, trpnoti, καθώς και θεματικό αόρ. a-trp-at, που αντιστοιχεί στον σπάνιο ομηρικό αόρ. ταρπώμεθα (από όπου ο μτγν. παθ. αόρ. β' ἐτάρπην). Εκτός από τον τ. ταρπώμεθα, εξάλλου, στον Όμηρο μαρτυρούνται και οι εξής τ. αορίστου: ο τ. τε-τάρπετο (με αναδιπλασιασμό), ο τ. ταρπ-ή-μεναι, ο παθ. αόρ. τάρφθη, με φωνηεντισμό -ε-, ο τ. -τέρφθητε και, τέλος, ο σιγματικός αόρ. τ. τερψάμενος / ἐτερψάμην, ο οποίος διατηρήθηκε στη μτγν. Ελληνική. Το ρ. τέρπω εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή τερπι- στο σύνθ. τερπι-κέραυνος, η οποία θα μπορούσε να ενταχθεί στις μορφολογικές εναλλαγές του νόμου του Caland μαζί με τα σύνθ. σε -τερπής (με σιγμόληκτο θ., πρβλ. -τερπής, εὐ-τερπής), βλ. και λ. αργι-. Σε μεγαλύτερο αριθμό ονοματικών σύνθ. το ρ. τέρπω εμφανίζεται ως α' συνθετικό με σιγματική μορφή και φωνηεντισμό -ι-: τερψι- (πρβλ. τερψί-μβροτος, τερψί-φρων, τερψί-χορος και τα νεοελλ. τερψι-κάρδιος, τερψι-λαρύγγιος). Κατά το μοντέλο τού τερψί-μβροτος, μάλιστα, έχει σχηματιστεί μεγάλος αριθμός σύνθ. (πρβλ. κλεψι-, βλαψι-, δηξι-, καμψι-, αναξι-, φθερσι-, δεξι-, θελξι-, χαραξι-, τηξι-, ζευξι-, στρεψι-, μεμψι-, ληξι-, πηξι-, πραξι-, ταξί-, μειξι-, λυσι-, μνησι-, στησι-, μελησι-, φιλησι-, δαμασι-, τελεσι-, τανυσι-, παυσι- κ.ά.), τών οποίων το σιγμόληκτο θ. τού α' συνθετικού αντιστοιχεί με τους σιγματικούς μέλλ. και αορ. τών ρημάτων από τα οποία παράγονται, καθώς και με τα ουσ. σε -σις. Το φαινόμενο αυτό τών σύνθ. τής Ελληνικής με α' συνθετικό που λήγει σε -ι- αντί -ο- (πρβλ. και τα σύνθ. σε αργι-, λαθι-, πυκι-, πυρι-, ορεσι-, τελεσι-, με α' συνθετικό ένα όνομα, βλ. λ. αργι-), αποτελεί εφαρμογή μιας αποδεδειγμένης στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες τάσης, η οποία αποτελούσε πιθ. γενικό νόμο της Ινδοευρωπαϊκής (πρβλ. αρχ. ινδ. dāti-vāra «αυτός που δίνει πλούτη»). Κατά μία άποψη, μάλιστα, η αρχική μορφή τών -σι- ήταν -τι-. Από το θ. τού ρ. τέρπω, τέλος, έχει σχηματιστεί μεγάλος αριθμός ανθρωπωνυμίων (πρβλ. Τέρπ-ανδρος, Τερψι-χόρη, Τερψι-κλῆς, Πολύ-τερπος, Εὐ-τέρπη, Τέρπης, Τερπώ, Τερψίων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τέρπω — delight pres subj act 1st sg τέρπω delight pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρπω — τέρπω, έτερψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τέρπω — έτερψα, τέρφθηκα, προξενώ ευχαρίστηση, διασκεδάζω κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέρπεσθον — τέρπω delight pres imperat mp 2nd dual τέρπω delight pres ind mp 3rd dual τέρπω delight pres ind mp 2nd dual τέρπω delight imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρπον — τέρπω delight pres part act masc voc sg τέρπω delight pres part act neut nom/voc/acc sg τέρπω delight imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τέρπω delight imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρπεσθε — τέρπω delight pres imperat mp 2nd pl τέρπω delight pres ind mp 2nd pl τέρπω delight imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρπετε — τέρπω delight pres imperat act 2nd pl τέρπω delight pres ind act 2nd pl τέρπω delight imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρπῃ — τέρπω delight pres subj mp 2nd sg τέρπω delight pres ind mp 2nd sg τέρπω delight pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρψαι — τέρπω delight aor imperat mid 2nd sg τέρπω delight aor inf act τέρψαῑ , τέρπω delight aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρψει — τέρπω delight aor subj act 3rd sg (epic) τέρπω delight fut ind mid 2nd sg τέρπω delight fut ind act 3rd sg τέρψις enjoyment fem nom/voc/acc dual (attic epic) τέρψεϊ , τέρψις enjoyment fem dat sg (epic) τέρψις enjoyment fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”